θερμαναλγησία

θερμαναλγησία
η
ιατρ. απώλεια τής θερμικής αίσθησης και τής αίσθησης τού πόνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο)-* + αν-αλγησία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”